- αγγουρόνερο
- τοο χυμός του αγγουριού (χρησιμοποιείται ως καλλυντικό για την επιδερμίδα).
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
αγγουρόνερο — τό ο χυμός τού αγγουριού που χρησιμοποιείται ως καλλυντικό τού προσώπου. Έχει την ιδιότητα να τονώνει και να λευκαίνει το δέρμα και, ιδιαίτερα, να σφίγγει τους πόρους (βλ. και αγγούρι). [ΕΤΥΜΟΛ. < αγγούρι + νερό] … Dictionary of Greek
αγγουριά — (cucumis sativus).Μονοετές ποώδες φυτό, που αριθμεί πολλά είδη με κυριότερα, εκτός από την α., την κόκκινη κολοκυθιά, τη φασολιά και τη φλασκιά. Ο βλαστός του φυτού α. είναι σαρκώδης και δεν μπορεί να στηριχτεί μόνος του, γι’ αυτό αναρριχάται… … Dictionary of Greek
αγγούρι — το [Μ ἀγγούριον και ἀγγούρι(ν)] ο καρπός τής αγγουριάς* νεοελλ. μεγάλη δυσκολία ή εμπόδιο σε φράσεις όπως «τά βρήκε αγγούρια», «εδώ είναι τ αγγούρι». [ΕΤΥΜΟΛ. < μσν. ουσ. ἀγγούριν < ἀγγούριον, υποκορ. τού ἄγουρος. ΠΑΡ. αγγουράκι, αγγουρίλα … Dictionary of Greek
νερό — Χημική ένωση με τύπο Η2Ο. Υπάρχει στη φύση σε μεγάλες ποσότητες, σε υγρή, στερεή και αέρια κατάσταση. Κάθε μόριό του αποτελείται από δύο άτομα υδρογόνου και ένα οξυγόνου Στην αρχαία ελληνική και στην καθαρεύουσα λέγεται ύδωρ. Το ν. είναι βασικός … Dictionary of Greek